- σνομπάρω
- σνομπάρω, σνόμπαρα και σνομπάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σνομπάρω — Ν [σνομπ] έχω συμπεριφορά σνομπ, φέρομαι υπεροπτικά και ακατάδεχτα … Dictionary of Greek
σνομπάρω — σνόμπαρα, συμπεριφέρομαι προς κάποιον ως σνομπ: Τώρα τελευταία ο φίλος σου μας σνομπάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)